τέρπεται

τέρπεται
τέρπω
delight
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us …   Wikipedia

  • PARODIA — de Rhapsodia nata est, uti e Tragoedia Satyra; e Comoedia mimus. Cum enim Rhapsodi intermitterent recitationem, lusûs gratiâ prodibant, qui ad animi remissonem omnia illa priora inverterent. Hos idcirco Παρῳδοὺς nominârunte quia, praeter rem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένδοθεν — (AM ἔνδοθεν) επίρρ. μέσα, εντός (α. «ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ. β. «θυμόν τέρπεται ἔνδοθεν», Πίνδ.) αρχ. 1. από μέσα («ὅν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ», Αριστοφ.) 2. αυτοπροαίρετα («αὐτό δ ὑφ αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα», Αισχύλ.) 3. (ενάρθρ. ως επίθ.) …   Dictionary of Greek

  • λυρογηθής — λυρογηθής, ές (Α) αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, χθονο γηθής] …   Dictionary of Greek

  • νευροχαρής — νευροχαρής, ές (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται με τη νευρά τού τόξου ή με τη χορδή λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. λιμνο χαρής, μουσο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτερπής — ές, Α 1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τερπής (< τέρπω)] …   Dictionary of Greek

  • προσορώ — (I) άω Α [ὁρῶ] (το ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς κάποιον ή κάτι, προσβλέπω («οὐδ αὐγὰς προσορῶν τέρπεται ἠελίου», Μίμν.). (II) έω, Α [πρόσορος] είμαι πρόσορος* με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω («τοὺς προσοροῡντας τῇ Μακεδονίᾳ Θράκας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • τερψίχορος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί χορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”